- Κυθήρῃ
- Κυθήραfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυθέρεια — Γένος μαλακοστράκων της οικογένειας των κυθερειιδών. Ανακαλύφθηκαν από τον Λαμάρκ το 1805 και περιλαμβάνουν μαλάκια με χοντρή κόγχη, λεία υαλοασβεστολιθική σύσταση και ωοειδές σχήμα. Απολιθωμένα λείψανά τους έχουν βρεθεί σε στρώματα διαφόρων… … Dictionary of Greek
ακύθηρος — ἀκύθηρος, ον (Α) ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία τής Αφροδίτης] … Dictionary of Greek